-
1 προσνεμω
(fut. προσνεμῶ, aor. προσένειμα) тж. med.1) присоединять, причислять, относить(τὰς νήσους ταῖς γείτοσι μοίραις Arst.; τῶν Μεγαρέων πόλιν τοῖς Ἀχαιοῖς Polyb.)
ἑαυτόν τινι π. Dem. — присоединяться к кому-л., переходить на чью-л. сторону;προσνέμεσθαί τινι χάριν βραχεῖαν Soph. — оказывать кому-л. еще (одну) небольшую услугу2) отдавать, посвящать(τοὺς ἀγῶνας τοῖς θεοῖς Plat.)
π. ἑαυτὸν ταῖς τοῦ δήμου προαιρέσεσιν Dem. — посвящать себя (служению) народному делу3) пригонять на пастбище(ποίμνας Eur.)
-
2 προσνέμω
A allot, assign, dedicate to,γυμνικοὺς [ἀγῶνας].. τοῖς θεοῖς Pl.Lg. 828c
;αὑτούς τινι D.25.43
;ταῖς τοῦ δήμου προαιρέσεσιν ἑαυτόν Id.Ep.3.2
;ὅπου τὸ δίκαιον εἴη τεταγμένον, ἐνταῦθα π. ἑαυτούς Id.60.11
;τῷ δικαίῳ ἑαυτούς Plb.6.10.9
;μηδεμιᾷ φιλοτιμίᾳ παρὰ τὸ δίκαιον π. τὴν αὑτοῦ γνώμην SIG577.39
(Milet., iii/ii B.C.);ἀπώλειάν τινι Alciphr.1.14
; add,ὀκτακοσίους αὐτοῖς D.14.16
;τὰς νήσους ταῖς γείτοσι μοίραις Arist.Mu. 394a4
;πόλιν τοῖς Ἀχαιοῖς Plb.2.43.5
:—[voice] Pass., to be assigned, attributed, οἱ δ' ἄλλοι προσνενέμησθε ὡς τούτους, ὡς ἐκείνους, D.2.29, 13.20;π. ὁ φίλος τοῖς πράγμασι, οὐ τὰ πράγματα τοῖς φίλοις Arist.EE 1237b33
; ὁ ὄχλος ὁ ἐκ τῶν ἀγρῶν προσνεμηθεὶς τῷ κατὰ πόλιν being added, D.H.10.48:—[voice] Med., grant on one's own part, πρόσνειμαί μοι χάριν grant me a further favour, S.Tr. 1216; προσνείμασθαί τινα τοῖσιν θεοῖσιν devote him to the gods, Ar.Av. 563 (anap.).II π. ποίμνας drive his flocks to pasture, E.Cyc.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσνέμω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский